Αποκαλυπτική έρευνα από το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών
Περισσότερα από 700 ευρώ ετησίως χάνουν κατά μέσο όρο οι Ελληνίδες και οι Έλληνες από την έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνταξιοδότησης, υπολογίζει το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ), στο policy brief για το συνταξιοδοτικό, που δημοσιεύει σε συνεργασία με το ευρωπαϊκό δίκτυο EPICENTER.
Συγκεκριμένα, στη μελέτη που υπογράφει ο Συντονιστής Ερευνητικών Προγραμμάτων του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών, Κωνσταντίνος Σαραβάκος, επισημαίνονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«* Η απώλεια εισοδήματος από την έλλειψη κεφαλαιοποιητικού συστήματος συνταξιοδότησης στην Ελλάδα εκτιμάται στα 770 ευρώ ετησίως κατά κεφαλή, σε τρέχουσες τιμές 2022.
* Εάν ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας ήταν εξίσου ανεπτυγμένος όπως στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, η ετήσια απόδοσή του θα αντιστοιχούσε, σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, σε περίπου 3-4% του ΑΕΠ.
* Η Ελλάδα ήταν και παραμένει σταθερά ουραγός ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ ως προς τα κεφάλαια που διοχετεύονται σε κεφαλαιοποιητικά ταμεία συνταξιοδότησης την τελευταία δεκαετία, με μέσο όρο 0,7% έναντι 29% του ΑΕΠ.
* Παρά τις πολλαπλές αλλαγές του συνταξιοδοτικού συστήματος μέσω νομοθέτησης, η Ελλάδα διατηρεί τη μεγαλύτερη δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ για συντάξεις ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ.
* Οι πολίτες άνω των 65 ετών στην Ελλάδα έχουν μέσο καθαρό εισόδημα που αντιστοιχεί στο 95% του μέσου καθαρού εισοδήματος του συνόλου του πληθυσμού. Ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι στο 89%».
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, στη μελέτη διατυπώνονται συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές προτάσεις πολιτικής που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:
«* Τη μεταφορά των εισφορών επικουρικής σύνταξης σε ατομικούς επενδυτικούς λογαριασμούς του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα.
* Την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην επικουρική ασφάλιση και την απελευθέρωσή του μέσω μίας ανταγωνιστικής αγοράς που θα οδηγεί σε μεγαλύτερη απόδοση και θα τροφοδοτεί την πραγματική οικονομία με επενδύσεις.
* Τη χαλάρωση των περιορισμών στη νόμιμη μετανάστευση, η οποία μπορεί άμεσα να απαλύνει πτυχές του οικονομικού προβλήματος, και την αύξηση των διεθνών συμφωνιών για κάλυψη θέσεων εργασίας από πολίτες τρίτων χωρών.
* Την έμφαση σε πολιτικές που ενισχύουν την ανάπτυξη και τις πραγματικές αμοιβές μέσω της ενίσχυσης της οικονομικής ελευθερίας, καθώς η απόδοση και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος συνδέονται άμεσα και αναπόδραστα με τις επιδόσεις της οικονομίας».