Η απάντηση του Υπουργού Οικονομικών κ. Χρήστου Σταϊκούρα σε Επίκαιρη Επερώτηση 56 Βουλευτών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, έχει ως εξής: Η Κυβέρνηση, από την πρώτη ημέρα διακυβέρνησης της χώρας, έθεσε, μεταξύ άλλων, ως βασικούς στόχους της οικονομικής της στρατηγικής την τόνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών, τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της μεσαίας τάξης, τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Προς αυτή την κατεύθυνση το Υπουργείο Οικονομικών σχεδίασε και υλοποιεί – όλο το προηγούμενο διάστημα – ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο σχέδιο με σκοπό τη δημιουργία περισσότερου πλούτου και τη δικαιότερη διανομή αυτού.
Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υλοποίησε ένα ευρύ πλέγμα μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, τα οποία κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας.
Έτσι, την προηγούμενη διετία, υλοποιώντας – με συνέπεια και μεθοδικότητα – μια συνετή δημοσιονομική πολιτική, μια διορατική εκδοτική στρατηγική και μια αποτελεσματική δέσμη μεταρρυθμίσεων, παρά τις πρωτόγνωρες αντιξοότητες και τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα, επιτύχαμε συγκεκριμένους, μετρήσιμους στόχους. Συγκεκριμένα:
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι:
1ον. Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, κυρίως της μεσαίας τάξης, να έχει ενισχυθεί, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κατά 5,1% το 1ο τρίμηνο του 2021.
2ον. Το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων να έχει ενισχυθεί, ως αποτέλεσμα της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, της αναστολής της εισφοράς αλληλεγγύης, της μείωσης της φορολογίας εισοδήματος, της μείωσης του ΕΝΦΙΑ και της αύξησης του κατώτατου μισθού.
Το συνολικό ετήσιο όφελος για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό κυμαίνεται από 305 έως 533 ευρώ.
3ον. Η απασχόληση να σημειώνει αύξηση κατά 2,8% το δεύτερο τρίμηνο του έτους, σε σχέση με το πρώτο.
Τη δεύτερη μεγαλύτερη στην ευρωζώνη.
Πλέον ο αριθμός των ανέργων είναι ο χαμηλότερος από τον Οκτώβριο του 2010, ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων είναι ο υψηλότερος από τον Αύγουστο του 2011.
4ον. Η εκτίμηση για τη φετινή ανάπτυξη να διαμορφώνεται πλέον στο 5,9%.
Πρόκειται για ισχυρή ανάκαμψη, που καλύπτει πάνω από τα 2/3 της απώλειας του 2020.
Και είναι μία πρόβλεψη απολύτως ρεαλιστική, ίσως μάλιστα αποδειχθεί και πάλι συντηρητική, με βάση τους πρόδρομους δείκτες της οικονομίας.
Σε αυτό συμφωνούν και οι θετικότερες προβλέψεις διεθνών και εγχώριων φορέων.
5ον. Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού κινήθηκε πτωτικά το 2020, ενώ το αντίθετο συνέβη με το μέσο ατομικό εισόδημα.
Αυτό αυξήθηκε κατά 7% σε σχέση με το 2019 και ανήλθε στα 10.041 ευρώ.
Συνολικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία για την περίοδο διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, οι δείκτες ανισοτήτων δείχνουν:
Σε ό,τι αφορά αυτό το τελευταίο σημείο, ασφαλώς και θα θέλαμε να δούμε μείωση και όχι απλά σταθερότητα της διαφοράς μεταξύ των φτωχότερων και των πλουσιότερων στρωμάτων.
Εντούτοις, με δεδομένο ότι τα τελευταία δύο χρόνια η πανδημία μείωσε τα εισοδήματα αγοράς σε κλάδους (π.χ. τουρισμός, εστίαση και λιανεμπόριο) όπου παρατηρείται συγκέντρωση απασχόλησης των πιο ευάλωτων εισοδηματικών στρωμάτων (π.χ. εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης, γυναίκες, νέοι), το ότι τα μέτρα υποστήριξης εισοδήματος που εφάρμοσε η Κυβέρνηση όχι μόνο συγκράτησε (σε απόλυτα μεγέθη) τις απώλειες αγοραστικής δύναμης αλλά και απέτρεψε τη διεύρυνση των ανισοτήτων, αποτελεί, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, επιτυχία της οικονομικής πολιτικής, που αναγνωρίζεται διεθνώς.
Η δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας το 2021, και η σημαντική αύξηση της απασχόλησης, μας επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι ότι φέτος θα καταγραφεί μείωση και αυτού του δείκτη ανισότητας.
Γιατί, αγαπητοί Συνάδελφοι, οι ανισότητες δεν μειώνονται με αναδιανομή μέσω υπερφορολόγησης της μεσαίας τάξης – αυτή η στρατηγική καταλήγει σε συνολική φτωχοποίηση όλων των στρωμάτων.
Όπως αποτυπώνει πλήθος ερευνών, αλλά και καταδεικνύει η διεθνής εμπειρία, ο καλύτερος τρόπος να μειωθούν οι ανισότητες, αλλά και η απόλυτη φτώχεια, είναι η αύξηση της απασχόλησης, που φέρνουν οι επενδύσεις σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, και οι μεταρρυθμίσεις στην πραγματική οικονομία.
Αυτή την πολιτική ακολουθεί η Κυβέρνηση, και είναι πολιτική που ήδη παράγει αποτελέσματα, προς όφελος όλων των Ελλήνων.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Είναι γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες, στις διεθνείς αγορές βασικών προϊόντων, παρατηρούνται αυξήσεις τιμών, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις, όπως η ενέργεια, οι μεταφορές και ορισμένα τρόφιμα, είναι πράγματι απότομες και σημαντικές.
Σε ό,τι αφορά την αιτία των ανατιμήσεων αυτών, υπάρχουν δύο απόψεις.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η γρηγορότερη του αναμενομένου ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας οδηγεί σε αυξημένη ζήτηση προϊόντων.
Αντίθετα, η πλευρά της προσφοράς, αποκαθίσταται με πιο αργούς ρυθμούς.
Αυτή η ασυμμετρία ανάκαμψης μεταξύ παγκόσμιας ζήτησης και προσφοράς οδηγεί σε συγκυριακές αυξήσεις τιμών, οι οποίες μεγεθύνονται εξαιτίας του αποτελέσματος βάσης, δηλαδή της καταβαράθρωσης τιμών που δημιούργησε η καθίζηση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας το δεύτερο τρίμηνο του 2020.
Παράγοντες, όπως η κατανάλωση των αποταμιεύσεων που αυξήθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εντείνουν το πρόβλημα.
Και αυτοί οι παράγοντες όμως είναι προσωρινού χαρακτήρα.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι ανατιμήσεις είναι το αποτέλεσμα της εξαιρετικά επεκτατικής – σε παγκόσμιο επίπεδο – νομισματικής πολιτικής των τελευταίων ετών, αλλά και της αύξησης του δημοσίου χρέους που έλαβε χώρα σε όλες τις χώρες του κόσμου εξαιτίας της κρίσης του κορονοϊού, και η οποία δεσμεύει τη νομισματική πολιτική σε επεκτατικό χαρακτήρα για το προβλεπτό μέλλον.
Εκ πρώτης όψεως, και οι δύο απόψεις στηρίζονται σε λογικά επιχειρήματα.
Κατά συνέπεια, για να κρίνουμε ποια από τις δύο εξηγεί καλύτερα το φαινόμενο των ανατιμήσεων, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ποσοτικά στοιχεία από τις διεθνείς αγορές.
Και μέχρι σήμερα τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι συνολικά οι ανατιμήσεις που παρατηρούμε είναι παροδικού χαρακτήρα.
Αυτό προκύπτει από την εξέταση της καμπύλης αποδόσεων της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής οικονομίας, η οποία ερμηνεύεται ως ένδειξη πληθωριστικών προσδοκιών σε διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες.
Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από τις απαντήσεις που δίνουν ανεξάρτητοι οικονομικοί αναλυτές σε εξειδικευμένες έρευνες γνώμης που διεξάγουν οι κεντρικές τράπεζες.
Συνολικά, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι αν και πράγματι έχει αυξηθεί το επίπεδο προβλεπόμενου πληθωρισμού για τους επόμενους μήνες, η αύξηση που παρατηρούμε στο επίπεδο των τιμών θα είναι παροδική, και σε κάθε περίπτωση ο πληθωρισμός θα παραμείνει κάτω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Κατά συνέπεια, και με βάση τα σημερινά δεδομένα, το φαινόμενο των ανατιμήσεων, αν και σημαντικό και προφανώς δυσάρεστο, δεν αναμένεται να έχει διάρκεια, ούτε και να οδηγήσει σε μόνιμα υψηλότερο πληθωρισμό.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να κάνω μια ιδιαίτερη αναφορά στις αυξήσεις τιμών που παρατηρούνται διεθνώς στον τομέα της ενέργειας.
Συνολικά, τους τελευταίους μήνες, η εξέλιξη του γενικού δείκτη τιμών προϊόντων ενέργειας στις διεθνείς αγορές δεν διαφέρει σημαντικά από αυτή του γενικού δείκτη τιμών, αν και η μεγαλύτερη καθίζηση των τιμών ενέργειας το 2020 οδηγεί σε μεγαλύτερο ποσοστό ανατιμήσεων εξαιτίας ισχυρότερου αποτελέσματος βάσης.
Με αυτό ως δεδομένο, τα προηγούμενα σχόλιά μου αναφορικά με τον παροδικό χαρακτήρα των ανατιμήσεων εξακολουθούν και ισχύουν.
Εντούτοις, μια πιο προσεκτική ματιά στα συστατικά στοιχεία του γενικού δείκτη διεθνών τιμών ενέργειας, καταδεικνύει ότι υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των εξελίξεων στις τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου, με τις ανατιμήσεις φυσικού αερίου να είναι σε ποσοστιαίους όρους, ειδικά στην Ευρώπη, πολύ μεγαλύτερες από αυτές του πετρελαίου.
Το στοιχείο αυτό είναι πρωτοφανές τα τελευταία τριάντα χρόνια, αφού ιστορικά η διακύμανση των τιμών φυσικού αερίου ακολουθούσε μεν, ήταν πάντοτε μικρότερη δε, αυτής των τιμών πετρελαίου.
Τα αίτια της καινοφανούς αυτής εξέλιξης αποτελούν αντικείμενο συζήτησης, και έχουν συνδεθεί και με παράγοντες εκτός της περιοχής των οικονομικών.
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις τιμών στον τομέα της ενέργειας καταδεικνύουν τη σημασία της περαιτέρω ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ειδικά στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης, αλλά και της σημασίας της στρατηγικής αυτονόμησης της Ευρώπης στον κρίσιμο αυτόν τομέα.
Επιστρέφοντας στην εξέλιξη του γενικού δείκτη τιμών προϊόντων, θα ήθελα να σημειώσω ότι η παγκόσμια οικονομία βίωσε αντίστοιχη, και μάλιστα εντονότερη, εμπειρία ανατιμήσεων βασικών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένων και των τιμών ενέργειας, κατά την περίοδο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (2007-2008), αλλά και κατά τα πρώτα στάδια της ευρωπαϊκής κρίσης δημοσίου χρέους (2009-2011).
Και στις δύο περιπτώσεις, οι ανατιμήσεις αποδείχθηκαν προσωρινού χαρακτήρα, και μάλιστα αυτό συνέβη σε περιβάλλον πληθωριστικών προσδοκιών, οι οποίες, όπως προκύπτει από την εξέταση της καμπύλη αποδόσεων εκείνων των περιόδων, ήταν σημαντικά υψηλότερες απ’ ό,τι σήμερα.
Αυτό ακριβώς είναι και το στοιχείο που θα καθορίσει τις μελλοντικές εξελίξεις.
Αν παρατηρηθεί αποσταθεροποίηση των μεσοπρόθεσμων πληθωριστικών προσδοκιών, η κυρίαρχη σήμερα εκτίμηση για προσωρινό χαρακτήρα των ανατιμήσεων θα αλλάξει, και τότε θα έχουμε ένα πολύ σοβαρότερο και μονιμότερο πρόβλημα.
Είναι λοιπόν καθοριστικής σημασίας, όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία δεκαετιών, συγκυριακές ανατιμήσεις να μην οδηγήσουν σε ένα ανοδικό σπιράλ πληθωριστικών προσδοκιών και αυξήσεων τιμών.
Κάτι τέτοιο αναπόφευκτα θα κατέληγε σε ταχύτερη προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο προκειμένου να αποφευχθεί η εδραίωση υψηλότερου πληθωρισμού, η οποία θα επιβράδυνε τη δυναμική ανάκαμψη και θα δημιουργούσε αρνητικές παρενέργειες σε πολλαπλά πεδία.
Γι’ αυτόν τον λόγο, νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε όλοι ότι οι, προσωρινές, αυξήσεις τιμών, έστω και σημαντικές, δεν πρέπει να οδηγήσουν σε μια αυτοεκπληρούμενη πληθωριστική προφητεία, της οποίας το κόστος θα είναι σαφώς υψηλότερο για την παγκόσμια, ευρωπαϊκή και ελληνική οικονομία, τόσο σε όρους ΑΕΠ, όσο και σε όρους απασχόλησης και πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Η Κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι βρίσκεται δίπλα στην κοινωνία σε κάθε έκτακτη και απρόβλεπτη περίσταση.
Για τον σκοπό αυτό, εφαρμόζει – και θα συνεχίσει να το κάνει για όσο απαιτηθεί – πολιτικές, προκειμένου οι όποιες προσωρινές και απότομες ανατιμήσεις, που συμβαίνουν διεθνώς, να έχουν το μικρότερο δυνατό αποτύπωμα στον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων:
1ον. Υλοποιούμε μέτρα ενίσχυσης των πολιτών, αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, διατήρησης και δημιουργίας θέσεων εργασίας.
2ον. Εφαρμόζουμε στοχευμένα μέτρα αντιμετώπισης των ανατιμήσεων.
3ον. Προχωρούμε σε περαιτέρω μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Υπενθυμίζεται ότι έχουμε ήδη προχωρήσει σε:
Ενώ υφίσταται χαμηλός φορολογικός συντελεστής για όλα τα αγροτικά σχήματα, ύψους 10%.
Σε αυτές τις μειώσεις φόρων, έρχονται να προστεθούν οι ακόλουθες:
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Έχουμε πλέον, ως Κυβέρνηση, αποδείξει ότι διαθέτουμε την ικανότητα όχι απλώς να ανταποκρινόμαστε, με πρωτοφανή αντανακλαστικά και αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα, στις πολλαπλές προκλήσεις και κρίσεις που κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της θητείας μας, αλλά και να προοδεύουμε εν μέσω αυτών, με την Ελλάδα να αναδύεται πιο ισχυρή και αξιόπιστη από ποτέ μέσα από το μεγαλύτερο εξωγενές σοκ της σύγχρονης ιστορίας.
Το ίδιο συμβαίνει και τώρα.
Είμαστε αποφασισμένο, ανάλογα τις εξελίξεις και τις συνέπειες που θα υπάρξουν για καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, να προχωρήσουμε σε όλες τις απαιτούμενες παρεμβάσεις ,προκειμένου να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς και αυτή την έκτακτη συγκυρία.
Ο στόχος μας είναι μια ισχυρή Ελλάδα, με δυναμική, παραγωγική, εξωστρεφή, κοινωνικά δίκαιη και χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες οικονομία.