Κυβερνήσεις της G20 και μεγάλες τράπεζες ανάπτυξης, όπως η MDB, συνεχίζουν να υποστηρίζουν με δισ. δολάρια έργα πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα
Τη στιγμή που το Κουβέιτ σχεδιάζει να αυξήσει την παραγωγή του πετρελαίου στα 3,15 εκατομμύρια bpd, οι «G20 και MDB (multilateral development bank) στο ίδιο μήκος κύματος εξακολουθούν να υποστηρίζουν με τουλάχιστον 47 δισ. δολάρια το 2020-2022 –ετησίως– τα έργα πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα», όπως υποστηρίζεται σε νέα έκθεση με τίτλο «Public Enemies: Assessing MDB and G20 international Finance Institutions’ Energy finance», που εκπόνησε η Oil Change International (OCI), σε συνεργασία με την περιβαλλοντική οργάνωση «Friends of the Earth» – ΗΠΑ. Η Oil Change International είναι ένας οργανισμός έρευνας και επικοινωνίας, που «εργάζεται για να διευκολύνει τη συνεχιζόμενη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια και να αναδεικνύει το πραγματικό κόστος των ορυκτών καυσίμων. Η καθαρή ενέργεια έλαβε σχεδόν 34 δισ. δολάρια ετησίως μεταξύ 2020 και 2022».
Σύμφωνα με την έκθεση, «οι πλουσιότερες χώρες της G20 (διεθνές φόρουμ κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών από τις 20 μεγάλες οικονομίες) είναι οι κύριοι ένοχοι πίσω από τις συνεχείς επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα, με τον Καναδά, την Κορέα και την Ιαπωνία να εμφανίζονται ως οι χειρότεροι παραβάτες – Καναδάς (10,9 δισ. δολάρια), Κορέα (10 δισ. δολάρια) και Ιαπωνία (6,9 δισ. δολάρια). ΗΠΑ, Γερμανία και Ιταλία χρηματοδότησαν επίσης με δισ. ετησίως για έργα ορυκτών καυσίμων το 2022-2023. Το ίδιο διάστημα, το Ηνωμένο Βασίλειο επένδυσε 600 εκατ. δολάρια ετησίως κατά μέσο όρο.
Η Oil Change International διευκρινίζει ότι αν μόνο οι τρεις χώρες, Καναδάς, Κορέα και Ιαπωνία, τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, να τερματίσουν όχι μόνο τη χρηματοδότηση του άνθρακα αλλά και τη χρηματοδότηση του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, θα μετατοπιστούν 26 δισ. δολάρια ετησίως από τα ορυκτά καύσιμα προς άλλες «πράσινες» δραστηριότητες στο τέλος του 2024.
Χρηματοδότηση έργων
Στη βάση δεδομένων Public Finance for Energy Database, αναφέρεται ότι «οι κυβερνήσεις της G20 και οι μεγάλες τράπεζες ανάπτυξης, όπως η MDB, παρέχουν πάνω από 100 δισ. δολάρια κάθε χρόνο σε διεθνή χρηματοδότηση για ενεργειακά έργα. Αυτό το δημόσιο χρήμα έχει τεράστια επιρροή στο είδος των ενεργειακών έργων που θα κατασκευαστούν. Δυστυχώς, για κάθε δολάριο που διατίθεται για την καθαρή ενέργεια που χρειαζόμαστε για να οικοδομήσουμε ένα δίκαιο και βιώσιμο μέλλον, σχεδόν δύο φορές περισσότερο ρέει ακόμα στα ορυκτά καύσιμα».
Τα «διεθνή δημόσια οικονομικά ιδρύματα των χωρών του παγκόσμιου Βορρά επένδυσαν 58 φορές περισσότερα σε έργα ορυκτών καυσίμων που καταστρέφουν το κλίμα κάθε χρόνο το 2020-2022 από ό,τι στο ταμείο ζημιών που δημιουργήθηκε στο COP28». Οι ΗΠΑ παράγουν περίπου 20 εκατομμύρια b/d πετρελαίου και καταναλώνουν σχεδόν το ίδιο. Πριν από 20 χρόνια παρήγαγαν 7 εκατ. b/d – το σχιστολιθικό πετρέλαιο άλλαξε τα πράγματα.
Συγκεκριμένα στο διεθνές πεδίο:
· Το 54% των γνωστών διεθνών δημόσιων κονδυλίων διοχετεύτηκε στο ορυκτό αέριο και ένα επιπλέον 32% σε έργα μεικτών, πετρελαίου και φυσικού αερίου μεταξύ 2020 και 2022.
· Το μεγαλύτερο μερίδιο (46%) της χρηματοδότησης ορυκτών της G20 και της MDB μεταξύ 2020 και 2022 υποστήριξε έργα μεσαίας ροής μεταφορών και επεξεργασίας. Αυτό περιλαμβάνει χρηματοδότηση για έργα όπως ο αγωγός «Trans Mountain» στον Καναδά, το LNG της Μοζαμβίκης και τα κορεατικά κατασκευασμένα αεροσκάφη LNG. Αυτά είναι μερικά από τα πιο ακριβά είδη έργων στην αλυσίδα εφοδιασμού πετρελαίου και φυσικού αερίου.
· Οι οργανισμοί εξαγωγικών πιστώσεων (ECA) ήταν οι χειρότεροι διεθνείς παράγοντες, αντιπροσωπεύοντας το 65% του συνόλου της γνωστής δραστηριότητας ορυκτών καυσίμων μεταξύ 2020 και 2022.
Μεταξύ των MDB, «ο Όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας παρέχει τη μεγαλύτερη χρηματοδότηση για έργα ορυκτών καυσίμων κάθε χρόνο, διαθέτοντας κατά μέσο όρο 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια».
Στη «Βάση Δεδομένων Δημόσιων Οικονομικών για την Ενέργεια» τονίζεται ότι «για την περίοδο 2020-2022 το δημόσιο χρήμα των 47 δισ. δολαρίων –που διατέθηκε κατά μέσο όρο σε διεθνή δημόσια οικονομικά με επιρροή για πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα– παρατείνει την εποχή των ορυκτών καυσίμων και καθιστά δυσκολότερη την κατασκευή έργων καθαρής ενέργειας. Αυτή η χρηματοδότηση ορυκτών καυσίμων έρχεται σε άμεση αντίθεση με τους παγκόσμιους στόχους μας για το κλίμα. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας καθιστά σαφές ότι, προκειμένου να διατηρήσουμε μια πιθανότητα 50% να περιορίσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5°C, πρέπει να σταματήσουμε τώρα να επενδύουμε σε νέα προμήθεια ορυκτών καυσίμων και να αυξήσουμε γρήγορα τα δημόσια οικονομικά για οικονομικά προσιτή καθαρή ενέργεια».
Πάντως, στον ορίζοντα διαφαίνεται μια αλλαγή, όπως εξηγεί η Oil Change International, αναφέροντας ότι «η στήριξη για τον άνθρακα μειώθηκε, από τον ετήσιο μέσο όρο 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το 2017 έως το 2019, σε 2 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως από το 2020 έως το 2022». Αυτή η μείωση «μπορεί να αποδοθεί στις πολιτικές αποκλεισμού του άνθρακα, που τέθηκαν σε ισχύ το 2021, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής της Κίνας για την παραγωγή άνθρακα και του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ). Τώρα αυτά τα ιδρύματα πρέπει να κάνουν το ίδιο και να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, να τερματίσουν τη χρηματοδότησή τους για πετρέλαιο και φυσικό αέριο».
Σύμπραξη Μετάβασης
Η OCI μας ενημερώνει ότι «μέχρι σήμερα, 36 χώρες και 5 ιδρύματα έχουν υπογράψει τη Σύμπραξη Μετάβασης για Καθαρή Ενέργεια (CETP), για να τερματίσουν τη διεθνή στήριξή τους για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και αντί αυτών να δώσουν πλήρη προτεραιότητα στα δημόσια οικονομικά τους για καθαρή ενέργεια». Πρέπει να διασφαλίσουμε όμως, λέει η OCI, «ότι οι χώρες αυτές τηρούν την υπόσχεσή τους χωρίς κενά και ότι θα ακολουθήσουν και άλλες χώρες».
Από «το 2013 οι ροές των δημόσιων οικονομικών σε έργα ορυκτών καυσίμων μειώθηκαν ελαφρά και η υποστήριξη για καθαρή ενέργεια δεν αυξήθηκε στον βαθμό που απαιτείται, παρά τις μακροχρόνιες δεσμεύσεις των κυβερνήσεων να τερματίσουν τις επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων και να ευθυγραμμίσουν τις χρηματοοικονομικές ροές με τους στόχους του Παρισιού για το κλίμα».
Όπως σημειώνει η OCI, «η χρηματοδότηση της καθαρής ενέργειας εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή και δεν ρέει στις χώρες που τη χρειάζονται περισσότερο».
· Η καθαρή ενέργεια έλαβε σχεδόν 34 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μεταξύ 2020 και 2022. Αυτός είναι ο υψηλότερος ετήσιος μέσος όρος για καθαρή χρηματοδότηση από τότε που ξεκίνησε το σύνολο δεδομένων μας το 2013, αλλά είναι πολύ κάτω από τις εκτιμήσεις για την ποσότητα και την ποιότητα της δημόσιας χρηματοδότησης καθαρής ενέργειας που απαιτείται για τον περιορισμό της θέρμανσης στον 1,5°C.
· Οι κορυφαίοι χρηματοδότες καθαρής ενέργειας μεταξύ 2020 και 2022 ήταν: η Γαλλία (2,7 δισ. δολάρια), η Ιαπωνία (2,3 δισ. δολάρια) και η Γερμανία (2,3 δισ. δολάρια).
Το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης καθαρής ενέργειας «δεν πηγαίνει εκεί που χρειάζεται περισσότερο, ρέοντας σε συντριπτική πλειοψηφία σε πλούσιες χώρες. Μόλις το 3% της συνολικής χρηματοδότησης για καθαρή ενέργεια μεταξύ 2020 και 2022 κατευθύνθηκε σε χώρες χαμηλού εισοδήματος. Μόνο το 18% διοχετεύτηκε σε χώρες με χαμηλότερο και μεσαίο εισόδημα».
Παραγωγοί πετρελαίου
Στις χώρες του ΟΠΕΚ, το Κουβέιτ, από τους κορυφαίους παραγωγούς του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών, «σχεδιάζει να αυξήσει την παραγωγή του πετρελαίου στα 3,15 εκατομμύρια bpd (βαρέλια ανά ημέρα) μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια, από 2,7 εκατομμύρια bpd σήμερα».
Κατά την Energy Intelligence, το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι αν η αύξηση της ζήτησης στις αγορές πετρελαίου φέτος θα πλησιάσει την πρόβλεψη του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας για 1,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα ή την ανοδική πρόβλεψη του ΟΠΕΚ για 2,25 εκατομμύρια b/d. Η Energy Intelligence «βρίσκεται κοντά στον ΔΟΕ, με 1,25 εκατομμύρια b/d».
Εν τω μεταξύ η Ρωσία, σύμφωνα με την Telegraph, ανακάλυψε τεράστια αποθέματα υδρογονανθράκων στην Ανταρκτική – μεγάλο μέρος τους σε περιοχές που διεκδικεί το Ηνωμένο Βασίλειο.
του Φίλη Καϊτατζή
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο