Όταν θα μας έχει αφήσει ο επίμονος καύσωνας, κάποια πράγματα θα ξαναέρθουν στην επιφάνεια, όπως ο ρόλος που διαδραματίζουν οι διάφορες μορφές ενέργειας να κρατηθεί το σύστημα όρθιο, κυρίως σε οριακές καταστάσεις, και ο αντίκτυπός τους στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας. Το κείμενο που ακολουθεί εστιάζει στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και «στην αναγκαιότητα για επενδύσεις στην εγχώρια παραγωγή ενεργειακών προϊόντων-συστημάτων και ενίσχυση της εγχώριας βιομηχανίας, καθώς η παραγωγή δημιουργεί πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας και τεχνογνωσία σε σύγκριση με τις απλές εγκαταστάσεις ΑΠΕ». Ζήτημα στο οποίο πρέπει να δοθεί έμφαση κατά την «Πράσινη Μετάβαση» (Πυλώνας 1 στο ΕΣΑΑ – Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) όπως υποστηρίζεται σε μελέτη που έχει εκπονήσει το ΙΕΝΕ (Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης).
Συνεκτικός ιστός
Ο ενεργειακός τομέας «μπορεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση των παραγωγικών δραστηριοτήτων της χώρας, καθώς αποτελεί τον συνεκτικό ιστό που επιτρέπει και διευκολύνει πλήθος άλλων δραστηριοτήτων στη μεταποίηση και στις υπηρεσίες».
Βάσει των υψηλών στόχων του ΕΣΕΚ (Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα) για τη συμμετοχή των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή 65% και στο ενεργειακό ισοζύγιο 35%, δημιουργούνται νέες ευκαιρίες για την επέκταση και αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης στην ενέργεια.
Ωστόσο, αναφέρει το ΙΕΝΕ, παρατηρείται ανακολουθία μεταξύ των υψηλών στόχων για τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο και της προοπτικής των παραγωγικών δραστηριοτήτων, αφού εκτός από την εγχώρια παραγωγή ηλιακών θερμικών συστημάτων, όλα τα άλλα συστήματα και εξαρτήματα (λ.χ. φωτοβολταϊκά, αιολικά) εισάγονται σχεδόν κατά το 85%!
Προώθηση έργων
Το Ινστιτούτο, από τη μελέτη του οποίου σταχυολογούμε στοιχεία, θεωρεί ότι το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «εφόσον υλοποιηθεί με επιτυχία μπορεί να επηρεάσει θετικά την πορεία της Ελλάδας συμβάλλοντας στη δυναμική ανάταξή της προς ένα εξωστρεφές, ανταγωνιστικό και νέο χαμηλών εκπομπών οικονομικό μοντέλο, επιτυγχάνοντας αύξηση στο ύψος του πραγματικού ΑΕΠ (υπολογίζεται στις 7 ποσοστιαίες μονάδες) και δημιουργία 180.000-200.000 νέων».
Στο επίκεντρο του προβληματισμού του, όμως, είναι ότι στο ΕΣΑΑ δεν γίνεται σαφής αναφορά για τις ΑΠΕ, διευκρινίζοντας ότι η προώθηση έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας ενώ θεωρείται κομβικής σημασίας για την πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα, δεν θεωρείται ιδιαίτερα παραγωγική επένδυση η εγκατάσταση ενός φωτοβολταϊκού πάρκου με σχεδόν μηδενική δημιουργία μόνιμης απασχόλησης και το 75% των υλικών να εισάγονται.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΦ (Σύνδεσμος Εταιρειών Φωτοβολταϊκών) για το ζήτημα των άμεσων θέσεων εργασίας που δημιουργούνται ανά εγκατεστημένο MW έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας το 2020 ο τομέας της παραγωγής εξαρτημάτων υπερτερεί στη δημιουργία θέσεων εργασίας σε σχέση με τις άμεσες θέσεις που δημιουργούνται κατά τη φάση της λειτουργίας και συντήρησης του έργου.
Συγκεκριμένα:
– Στην τεχνολογία των φωτοβολταϊκών, κατά την παραγωγή εξαρτημάτων δημιουργούνται 5,9 θέσεις εργασίας ανά MW, ενώ οι αντίστοιχες θέσεις στη φάση της λειτουργίας και συντήρησης του έργου είναι 0,3 θέσεις ανά MW.
– Στον τομέα των αιολικών, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται κατά την παραγωγή εξαρτημάτων είναι 46,5 φορές περισσότερες από τις αντίστοιχες στη φάση λειτουργίας και συντήρησης.
– Στα υδροηλεκτρικά, η παραγωγή εξαρτημάτων δημιουργεί 0,5 θέσεις εργασίας ανά MW και τη φάση της λειτουργίας και συντήρησης να διατηρεί 0,2 θέσεις εργασίας ανά MW.
– Στην τεχνολογία της βιομάζας, η λειτουργία και συντήρηση του έργου κατέχει τα πρωτεία στη δημιουργία θέσεων εργασίας με 1,9 θέσεις ανά MW, ενώ η παραγωγή εξαρτημάτων παράγει 0,4 θέσεις εργασίας ανά ΜW.
«Κάνοντας μια προβολή –το ΙΕΝΕ– στο 2025 και 2030 –βάσει των στοιχείων του ΣΕΦ– η εικόνα είναι παρόμοια, με την παραγωγή εξαρτημάτων να κατέχει τα πρωτεία στη δημιουργία θέσεων εργασίας στα φωτοβολταϊκά, αιολικά και υδροηλεκτρικά, ενώ η εικόνα αντιστρέφεται για τον τομέα της βιομάζας. Υπό το φως των ανωτέρω δεδομένων, προκύπτει ότι οι επενδύσεις σε έργα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας παράγουν ενέργεια, αλλά δεν δημιουργούν θέσεις εργασίας, ενώ επιδοτούν τα εισαγόμενα ενεργειακά εξαρτήματα».
Διείσδυση ΑΠΕ
Σημειώνεται ότι «το 2020 οι ΑΠΕ κάλυπταν το 20% της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας και το 28% της ηλεκτροπαραγωγής. Μέσα στα επόμενα χρόνια τα μερίδια αυτά θα αυξηθούν σημαντικά, αφού σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ,) μέχρι το 2030, οι ΑΠΕ θα πρέπει να καλύπτουν το 35% της κατανάλωσης ενέργειας και άνω του 60% της ηλεκτροπαραγωγής. Επιπλέον, δεδομένης της απόφασης της Ε.Ε. για ακόμα μεγαλύτερη μείωση των εκπομπών του θερμοκηπίου στο 55% μέχρι το 2030, οι στόχοι για τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα άνω, φτάνοντας τα 15 GW μέχρι το 2030, καθιστώντας τις ΑΠΕ κεντρικό πυλώνα του ενεργειακού συστήματος».
Συνεπώς, όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη του ΙΕΝΕ, «με βάση τους αναθεωρημένους στόχους για τη διείσδυση των ΑΠΕ, καθώς και το τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον που εκδηλώνεται μέσω των αιτήσεων για έργα ΑΠΕ στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (έφτασαν στον κύκλο Δεκεμβρίου 2020 τα 45,5 GW) η Ελλάδα πρόκειται να πρασινίσει την επόμενη δεκαετία με χιλιάδες μικρά και μεγάλα έργα ΑΠΕ. Οι χρηματικές ροές προς έργα ΑΠΕ μέχρι το 2030 θα αγγίξουν τα 10 δισ. σε μονάδες ΑΠΕ και 7,5 δισ. για την επέκταση και αναβάθμιση του δικτύου διανομής, και πρέπει να συνδυαστούν με τα κονδύλια που διατίθενται για έργα ΑΠΕ και Ενεργειακής Αποδοτικότητας και Υποδομών από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Με δεδομένες τις προγραμματισμένες υψηλές επενδύσεις (>12GW μέσα στην τρέχουσα δεκαετία που προϋποθέτουν περίπου 14 δισ. ευρώ), θα πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να αυξηθεί η εγχώρια προστιθέμενη αξία έργων ΑΠΕ με στόχο έως και το 50%, μέσω της κατασκευής από τοπικές επιχειρήσεις ενός σημαντικού τμήματος του εξοπλισμού με την παράλληλη δημιουργία υψηλής εξειδίκευσης απασχόλησης.
Είναι λογικό και εύλογο το αίτημα ένα μέρος των χρημάτων από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που πρόκειται να κατευθυνθούν στον ενεργειακό κλάδο με σημαντική συμμετοχή των ΑΠΕ και των ηλεκτρικών δικτύων, να κατευθυνθούν για την τόνωση της εγχώριας παραγωγής ενεργειακών προϊόντων και συστημάτων».
Μελέτη ΙΟΒΕ
Κρίσιμος είναι ο ρόλος των υποδομών και κατασκευών στις ενεργειακές επενδύσεις: «Η ικανότητα και η αποδοτικότητα του τομέα επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τον χρόνο και την ποιότητα των επενδύσεων και συγκεκριμένα στον ενεργειακό τομέα την υλοποίηση έργων πολιτικού μηχανικού για έργα ΑΠΕ και αναβάθμισης δικτύου».
Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, η συμμετοχή του κλάδου των κατασκευών στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας ήταν 1,4% το 2019 (Ε.Ε.-27: 5,4%) από 9,4% το 2006.
Συνολικά ο τομέας κατασκευών συνεισέφερε το 4,1% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της ελληνικής οικονομίας το 2019, έναντι 13,2% το 2006.
Από τις διασυνδέσεις του κλάδου των κατασκευών με τους υπόλοιπους κλάδους στην ελληνική οικονομία και τις σχετικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις που δημιουργούνται από τη δραστηριότητά του, εκτιμήθηκε ότι η συνολική συνεισφορά των κατασκευών σε όρους ΑΕΠ διαμορφώθηκε το 2019 περίπου σε 7% του ΑΕΠ της χώρας.
Με δεδομένη την ευρεία αλυσίδα αξίας (value chain) και τη μικρή εξάρτηση του κλάδου από εισαγωγές, η ενίσχυση της κατασκευαστικής δραστηριότητας και η υλοποίηση αναγκαίων υποδομών στον τομέα της ενέργειας θα έχουν ισχυρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στο σύνολο της οικονομίας και θα βοηθήσουν στη γρήγορη ανάκαμψή της. Συγχρόνως, τα ενεργειακά έργα που θα υλοποιηθούν κατ’ επιταγή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα συμβάλουν στην επίτευξη βασικών στόχων πολιτικής, όπως για παράδειγμα εξοικονόμηση ενέργειας και αύξηση μεριδίου ΑΠΕ.
Του Φίλη Καϊτατζή
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παρασκήνιο