Οι λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος είναι εξαιρετικά συχνές και αποτελούν περίπου το 50% των οξέων λοιμώξεων, με τα 2/3 από αυτές να οφείλονται σε ιούς. Ο ιός της γρίπης θεωρείται ο πιο παθογόνος από τους αναπνευστικούς ιούς και παρουσιάζει πολύ υψηλή μεταδοτικότητα και ενδημική έξαρση την περίοδο του χειμώνα.
Γράφει ο Αθανάσιος Τσακρής,
Καθηγητής Μικροβιολογίας,
Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών
Στην Ελλάδα έξαρση της γρίπης παρουσιάζεται κυρίως μεταξύ Δεκεμβρίου και Απριλίου, οπότε και εκδηλώνονται κάθε χρόνο πολυάριθμα κρούσματα, με κορύφωση της δραστηριότητας του ιού συνήθως τον μήνα Φεβρουάριο. Η γρίπη χαρακτηρίζεται, τις περισσότερες φορές, από την αιφνίδια έναρξη ιδιαίτερα έντονων συμπτωμάτων, όπως υψηλού πυρετού, έντονης κόπωσης και μυαλγιών, πονοκεφάλου και βήχα. Τα συμπτώματα αρχίζουν μία με τέσσερις μέρες μετά την έκθεση στον ιό και διαρκούν για δύο έως επτά μέρες. Συνήθως, και σε αντίθεση με άλλες ιογενείς αναπνευστικές λοιμώξεις (όπως είναι το κοινό κρυολόγημα), συμπτώματα από το ανώτερο αναπνευστικό, όπως η καταρροή και ο πονόλαιμος, δεν είναι τα κυρίαρχα.
Η γρίπη, αν και είναι βαριά ίωση, σπάνια εμφανίζει επιπλοκές σε υγιή άτομα, αλλά μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές επιπλοκές σε ασθενείς με αναπνευστικά ή καρδιαγγειακά προβλήματα, όπως επίσης σε ασθενείς με μεταβολικά (π.χ. σακχαρώδης διαβήτης) και νευρολογικά νοσήματα ή παχυσαρκία. Υψηλό κίνδυνο επιπλοκών έχουν επίσης ορισμένες ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, όπως τα άτομα άνω των 65 ετών, τα βρέφη ή τα άτομα με μειωμένη λειτουργία του ανοσολογικού τους συστήματος. Μία από τις σημαντικότερες επιπλοκές της γρίπης, που σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί στον θάνατο, είναι η πνευμονία από τον πνευμονιόκοκκο, ενώ ακόμη και ο ίδιος ο ιός της γρίπης μπορεί να προκαλέσει πνευμονία.
Στις επιπλοκές της λοίμωξης από τον ιό της γρίπης περιλαμβάνονται επίσης οι κρίσεις άσθματος στα άτομα που πάσχουν από βρογχικό άσθμα, η παρόξυνση της χρόνιας βρογχίτιδας, η επιδείνωση της καρδιακής ανεπάρκειας ή του διαβήτη. Τα παιδιά μπορεί, επίσης, να παρουσιάσουν άλλες λοιμώξεις, όπως είναι η ιγμορίτιδα και η ωτίτιδα. Μπορεί οι επιπλοκές της γρίπης να μην είναι πολύ συχνές, η επίπτωσή της, όμως, είναι τόσο μεγάλη, ώστε κάθε χρόνο χιλιάδες ασθενείς χρειάζονται νοσοκομειακή νοσηλεία. Στη χώρα μας, μόνο για το 2014, 145 ασθενείς κατέληξαν από τη γρίπη.
Για τη θεραπεία της, ιδιαίτερα για τα άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, ιδιαίτερη σημασία έχει η έγκαιρη χορήγηση των ειδικών αντιϊκών φαρμάκων. Η έγκαιρη χορήγησή τους μειώνει τη διάρκεια της λοίμωξης, την πιθανότητα εμφάνισης σοβαρών επιπλοκών από τη γρίπη και ανάγκης για νοσηλεία. Μειώνουν, επίσης, σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα ανάγκης νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Επισημαίνεται, επίσης, ότι τα αντιβιοτικά δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τη γρίπη, οπότε και η λήψη τους δεν συνιστάται.
Τη μεγαλύτερη, όμως, σημασία για την αντιμετώπιση του προβλήματος της γρίπης έχει η πρόληψή της. Σε επίπεδο δημόσιας υγείας, έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο η ατομική προστασία όσο και η αποφυγή διασποράς του ιού στην κοινότητα μέσω της τήρησης των κανόνων ατομικής και κοινωνικής αναπνευστικής υγιεινής. Το συχνό πλύσιμο των χεριών και η αποφυγή συγχρωτισμού σε κλειστούς χώρους και ιδιαίτερα με άτομα που εμφανίζουν συμπτώματα ιογενούς αναπνευστικής λοίμωξης αποτελούν βασικά μέτρα πρόληψης.
Η τόνωση επίσης του αμυντικού συστήματος με την υγιεινή διατροφή, την άσκηση, την αποφυγή παθητικού και ενεργητικού καπνίσματος, τη διατήρηση φυσιολογικού βάρους, τον επαρκή ύπνο και την αποφυγή ψυχολογικών επιβαρύνσεων, μειώνει τις πιθανότητες σοβαρής λοίμωξης τόσο από τον ιό της γρίπης όσο και από άλλους αναπνευστικούς ιούς.
Επειδή, όμως, η αποφυγή μετάδοσης της γρίπης δεν επαρκεί για να εξαλείψει το πρόβλημα είναι επιτακτικός ο εμβολιασμός με το εποχικό αντιγριπικό εμβόλιο, που αποτελεί τον σημαντικότερο τρόπο πρόληψης της γρίπης σε όλο τον κόσμο. Ειδικά για τα άτομα που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου και τους επαγγελματίες υγείας (έχουν τριπλάσιο κίνδυνο να νοσήσουν λόγω της επαφής τους με άτομα που νοσούν από γρίπη), ο εμβολιασμός είναι απόλυτα απαραίτητος, καθώς όχι μόνο βοηθάει σημαντικά στην ατομική προστασία από τη γρίπη, αλλά συμβάλλει επιπλέον στον περιορισμό εξάπλωσης του ιού στην κοινότητα και ιδιαίτερα στο νοσοκομειακό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα, οι ομάδες υψηλού κινδύνου περιλαμβάνουν κυρίως:
1. Άτομα ηλικίας μεγαλύτερης των 60 ετών.
2. Ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, καθώς και το υπόλοιπο προσωπικό που ασχολείται με την παροχή υπηρεσιών υγείας.
3. Άτομα με δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) > 40 (νοσογόνος παχυσαρκία).
4. Παιδιά και ενήλικες που παρουσιάζουν σοβαρά υποκείμενα νοσήματα, όπως:
– άσθμα ή χρόνιες πνευμονοπάθειες,
– καρδιακή νόσο με σοβαρές αιμοδυναμικές διαταραχές,
– ανοσοκαταστολή (ασθενείς με AIDS, καρκίνο, χρόνια λήψη στεροειδών),
– μεταμόσχευση οργάνων,
– δρεπανοκυτταρική νόσο ή άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες,
– σακχαρώδη διαβήτη ή άλλο χρόνιο μεταβολικό νόσημα,
– χρόνια νεφροπάθεια,
– νευρομυϊκά νοσήματα.
5. Έγκυες γυναίκες ανεξαρτήτως τριμήνου κύησης.
6. Παιδιά που παίρνουν ασπιρίνη μακροχρόνια.
7. Άτομα που βρίσκονται σε στενή επαφή με παιδιά μικρότερα των έξι μηνών ή φροντίζουν άτομα με υποκείμενο νόσημα, τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών από τη γρίπη.
8. Κλειστούς πληθυσμούς όπως: προσωπικό και σπουδαστές σχολείων, τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων.
Το εμβόλιο για τη γρίπη που είναι διαθέσιμο φέτος περιέχει και τους τρεις τύπους του ιού που αναμένεται ότι θα επικρατήσουν στη νέα ενδημική περίοδο.
Το αντιγριπικό εμβόλιο πρέπει να χορηγείται έγκαιρα (κατά προτίμηση τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο κάθε χρόνο) και πριν από την έναρξη της αναμενόμενης έξαρσης των κρουσμάτων της γρίπης, αφού απαιτούνται δύο εβδομάδες για την ανάπτυξη προστατευτικών αντισωμάτων. Παιδιά μέχρι οκτώ ετών που εμβολιάζονται για πρώτη φορά, πρέπει να εμβολιάζονται με δύο δόσεις του εμβολίου με διαφορά ενός μηνός μεταξύ αυτών. Επίσης, συστήνεται να γίνεται τους μήνες Οκτώβριο-Νοέμβριο, πριν από την έναρξη της ενδημικής περιόδου. Σε περίπτωση που το αντιγριπικό εμβόλιο δεν γίνει κατά την περίοδο αυτή, μπορεί να γίνει σε όλο το διάστημα που υπάρχουν κρούσματα γρίπης στην κοινότητα, όμως, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι απαιτούνται τουλάχιστον δύο βδομάδες από τη στιγμή του εμβολιασμού για την παραγωγή των αντισωμάτων που παρέχουν προστασία κατά της γρίπης.
Ο εμβολιασμός πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, γιατί οι τύποι των ιών της γρίπης που επικρατούν μεταβάλλονται. Επίσης, η ανοσία που εξασφαλίζει το εμβόλιο μειώνεται σημαντικά μετά από περίπου έξι μήνες, επομένως η οποιαδήποτε προστασία που παρέχει, είναι μειωμένη την επόμενη περίοδο.
Θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι το εμβόλιο κατά της γρίπης είναι από τα πιο ασφαλή. Οι πιθανές παρενέργειες είναι συνήθως τοπικές, στο σημείο δηλαδή της ένεσης και αυτοπεριοριζόμενες. Σπανιότερες παρενέργειες, όπως πυρετός, μυαλγίες και πονοκέφαλοι, αντιμετωπίζονται συμπτωματικά και, πάντως, δεν διαρκούν περισσότερο από μία με δύο ημέρες.
Επισημαίνεται ο απολογισμός της γρίπης την περσινή περίοδο 2013-2014. Πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο αυτή, 330 ασθενείς με γρίπη χρειάστηκε να νοσηλευτούν σε μονάδες εντατικής θεραπείας, οι οποίες είναι ήδη επιφορτισμένες με τη νοσηλεία άλλων ασθενών. Από τους ασθενείς αυτούς, οι 255 ανήκαν σε ομάδες υψηλού κινδύνου και 235 (92,2%) δεν είχαν εμβολιαστεί. Αντίστοιχα, από τους 129 ασθενείς που κατέληξαν στις μονάδες εντατικής και ανήκαν σε ομάδα υψηλού κινδύνου, η συντριπτική πλειοψηφία (96,8%) δεν είχε εμβολιαστεί για την εποχική γρίπη. Οι άνθρωποι αυτοί το πιθανότερο είναι ότι θα είχαν σωθεί, αν είχαν κάνει έγκαιρα τον προληπτικό εμβολιασμό. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ακόμη και αν ασθενήσει κάποιος που έχει εμβολιαστεί παρουσιάζει πιο ήπια συμπτώματα και λιγότερες επιπλοκές, ο οποίες είναι αυτές που οδηγούν σε νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Ο εμβολιασμός, λοιπόν, κατά της γρίπης είναι ασφαλής και με τεράστια κλινική εμπειρία από εκατομμύρια εμβολιασθέντες σε όλο τον κόσμο. Άρα, ο εφησυχασμός και ο μη εμβολιασμός, ακόμη και των υγειονομικών, κατά της γρίπης, αποτελεί έως και αντικοινωνική συμπεριφορά.
Δυστυχώς, τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού στη χώρα μας, αλλά και του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού μας, παραμένουν πολύ χαμηλότερα από αυτά άλλων ευρωπαϊκών ή άλλων αναπτυγμένων χωρών.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης και η καχυποψία φαίνεται να υπάρχει μέχρι σήμερα σε μέρος του πληθυσμού και για τον λόγο αυτόν χρειάζεται ενημέρωση και σωστή πληροφόρηση. Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο εμβολιασμός πέρα από την ατομική προστασία που παρέχει, αλλά και τη μείωση της νοσηρότητας και θνησιμότητας στην κοινότητα, μειώνει επίσης την επιβάρυνση του συστήματος υγείας και ιδιαίτερα των μονάδων εντατικής θεραπείας που επιβαρύνονται από την περίθαλψη ασθενών με ποικίλες άλλες σοβαρές παθήσεις.
Επίσης, σημαντική είναι η συμβολή του εμβολιασμού στη μείωση των οικονομικών επιπτώσεων που προκαλούνται από την απώλεια εργασίας λόγω ασθένειας.